βουτυροπωλείο

βουτυροπωλείο
το
κατάστημα που πουλά βούτυρο, βουτυράδικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βουτυράδικο — το 1. το βουτυροποιείο. 2. το βουτυροπωλείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”